Μοσχοβίτης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μοσχοβίτης | οι | Μοσχοβίτες |
| γενική | του | Μοσχοβίτη | των | Μοσχοβιτών |
| αιτιατική | τον | Μοσχοβίτη | τους | Μοσχοβίτες |
| κλητική | Μοσχοβίτη | Μοσχοβίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Μοσχοβίτης αρσενικό (θηλυκό Μοσχοβίτισσα)
Μεταφράσεις
Μοσχοβίτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μοσχοβίτης | οι | Μοσχοβίτηδες |
| γενική | του | Μοσχοβίτη* | των | Μοσχοβίτηδων |
| αιτιατική | τον | Μοσχοβίτη | τους | Μοσχοβίτηδες |
| κλητική | Μοσχοβίτη | Μοσχοβίτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Μοσχοβίτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Μοσχοβίτης < πατριδωνυμικό Μοσχοβίτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Moschovitis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.