Москва
Βουλγαρικά (bg)
Ρωσικά (ru)
Ετυμολογία
- Москва < παλαιά ανατολική ρωσική Москꙑ (Mosky) < πιθανόν πρωτοσλαβική ς προέλευσης
Προφορά
- ΔΦΑ : /mɐskˈva/
- ⓘ
Κύριο όνομα
Москва (ru) θηλυκό
- η πρωτεύουσα της Ρωσίας Μόσχα
- ※ Пушкин (Πούσκιν) 1799-1837, Евгений Онегин (Ευγένιος Ονέγκιν), 7, XXXVI
- Москва, я думал о тебе!
Москва… как много в этом звуке
Для сердца русского слилось! - ΔΦΑ:/mɐskˈva ja ˈduməɫ o tʲɪˈbʲe / mɐskˈva kak ˈmnoɡə vʲ ˈɛtəm ˈzvukʲe / dlʲa sʲɪrˈt͡sa ˈruskəvə ˈs⁽ʲ⁾lʲiɫəsʲ /
- Μόσχα, εσένα σκεφτόμουν! / Μόσχα… πόσο πολύ μ' αυτόν τον ήχο / την καρδιά τη ρώσικη διαπερνούσες/ένωνες!
- Απόδοση: το Βικιλεξικό → λείπει η μετάφραση
- Μόσχα, εσένα σκεφτόμουν! / Μόσχα… πόσο πολύ μ' αυτόν τον ήχο / την καρδιά τη ρώσικη διαπερνούσες/ένωνες!
- ο ποταμός της Ρωσίας Μόσκοβας, που διασχίζει τη Μόσχα
- ≋ ταυτόσημα: Москва-река (στην καθομιλουμένη)
Παράγωγα
- московский (επίθετο)
- Московский (πόλη)
- москвич, москвичка (πατριδωνυμικό)
-
Москва στη ρωσική Βικιπαίδεια
(για την πόλη) -
Москва (река) στη ρωσική Βικιπαίδεια
(για τον ποταμό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.