μοσχοβίτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοσχοβίτικος | η | μοσχοβίτικη | το | μοσχοβίτικο |
| γενική | του | μοσχοβίτικου | της | μοσχοβίτικης | του | μοσχοβίτικου |
| αιτιατική | τον | μοσχοβίτικο | τη | μοσχοβίτικη | το | μοσχοβίτικο |
| κλητική | μοσχοβίτικε | μοσχοβίτικη | μοσχοβίτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοσχοβίτικοι | οι | μοσχοβίτικες | τα | μοσχοβίτικα |
| γενική | των | μοσχοβίτικων | των | μοσχοβίτικων | των | μοσχοβίτικων |
| αιτιατική | τους | μοσχοβίτικους | τις | μοσχοβίτικες | τα | μοσχοβίτικα |
| κλητική | μοσχοβίτικοι | μοσχοβίτικες | μοσχοβίτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μοσχοβίτικος < Μοσχοβίτης + -ικος < μεσαιωνική ελληνική Μοσχοβίτης < Μοσχοβία < ρωσική Москва (Moskvá)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Μόσχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.