Ἐρατώ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἐρατώ
      γενική τῆς Ἐρατοῦς
      δοτική τῇ Ἐρατοῖ
    αιτιατική τὴν Ἐρατώ
     κλητική ! Ἐρατοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἐρατώ < ἔρως  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Ἐρατώ

  • (ελληνική μυθολογία) Ερατώ, μία από τις εννέα Μούσες, η προστάτιδα της ερωτικής ποίησης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.