Μουσεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Μουσεῖον | τὰ | Μουσεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | Μουσείου | τῶν | Μουσείων |
| δοτική | τῷ | Μουσείῳ | τοῖς | Μουσείοις |
| αιτιατική | τὸ | Μουσεῖον | τὰ | Μουσεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | Μουσεῖον | Μουσεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μουσείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μουσείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Μουσεῖον ουδέτερο
- ιερό των Μουσῶν ή ενδιαίτημά τους
- χώρος ποίησης και μουσικής
- φιλοσοφική σχολή και βιβλιοθήκη
- όνομα λόφου στην (αρχαία) Αθήνα
- (ελληνιστική σημασία) σχολή γραμμάτων και τεχνών
- Μουσεῖα: εορτή των Μουσών
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- Μουσεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μουσεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.