φιλόμουσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόμουσος η φιλόμουση το φιλόμουσο
      γενική του φιλόμουσου της φιλόμουσης του φιλόμουσου
    αιτιατική τον φιλόμουσο τη φιλόμουση το φιλόμουσο
     κλητική φιλόμουσε φιλόμουση φιλόμουσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόμουσοι οι φιλόμουσες τα φιλόμουσα
      γενική των φιλόμουσων των φιλόμουσων των φιλόμουσων
    αιτιατική τους φιλόμουσους τις φιλόμουσες τα φιλόμουσα
     κλητική φιλόμουσοι φιλόμουσες φιλόμουσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλόμουσος < αρχαία ελληνική φιλόμουσος < φίλος + Μοῦσα

Επίθετο

φιλόμουσος, -η, -ο

  • σήμερα σημαίνει εκείνον που αγαπά τη μουσική, αλλά παλιότερα σήμαινε εκείνον που αγαπούσε γενικά τις Μούσες, δηλαδή όλες τις καλές τέχνες

Σημειώσεις

Σήμαινε αυτόν που αγαπά τις Μούσες και, συνεκδοχικά, την ειδικότητα της καθεμιάς: την ποίηση, τη μουσική... με δυο λόγια: τις καλές τέχνες.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.