φιλομουσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλομουσία | οι | φιλομουσίες |
| γενική | της | φιλομουσίας | των | φιλομουσιών |
| αιτιατική | τη | φιλομουσία | τις | φιλομουσίες |
| κλητική | φιλομουσία | φιλομουσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλομουσία < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φιλομουσία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.