φιλομουσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλομουσία οι φιλομουσίες
      γενική της φιλομουσίας των φιλομουσιών
    αιτιατική τη φιλομουσία τις φιλομουσίες
     κλητική φιλομουσία φιλομουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλομουσία < λείπει η ετυμολογία


Ουσιαστικό

φιλομουσία θηλυκό

  1. η αγάπη προς τις καλές τέχνες
  2. (ειδικότερα) η αγάπη της μουσικής


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.