Ἑλικών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἑλικών
      γενική τοῦ Ἑλικῶνος
      δοτική τῷ Ἑλικῶν
    αιτιατική τὸν Ἑλικῶν
     κλητική ! Ἑλικών
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἑλικών < ἑλῐ́κη[1] < ἕλιξ

Κύριο όνομα

Ἑλικών αρσενικό

  1. βουνό της Ελλάδας, ο Ελικώνας
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

Αναφορές

  1. ἑλίκη - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.