φιλολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλολογία οι φιλολογίες
      γενική της φιλολογίας των φιλολογιών
    αιτιατική τη φιλολογία τις φιλολογίες
     κλητική φιλολογία φιλολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλολογία < αρχαία ελληνική φιλολογία < φιλόλογος

Ουσιαστικό

φιλολογία θηλυκό

  1. η επιστήμη που μελετά σε πανεπιστημιακό επίπεδο τη λογοτεχνία, τη γλώσσα, τα γραπτά μνημεία παλαιότερων εποχών αλλά και τα σημαντικά από τα σύγχρονα, αυτά που έχουν ξεχωρίσει
  2. η λογοτεχνία συνολικά ενός λαού, το σύνολο των γραπτών κυρίως έργων ενός έθνους (γαλλική φιλολογία, αγγλική φιλολογία κ.λπ.)
  3. τα κείμενα που συνιστούν το σώμα γνώσεων ενός κλάδου ή τομέα σκέψης (ιατρική φιλολογία, μαρξιστική φιλολογία)
  4. η φλυαρία
    Δεν παρατάτε τις φιλολογίες να κάνουμε και καμιά δουλειά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.