Παρνασός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παρνασός οἱ Παρνασοί
      γενική τοῦ Παρνασοῦ τῶν Παρνασῶν
      δοτική τῷ Παρνασ τοῖς Παρνασοῖς
    αιτιατική τὸν Παρνασόν τοὺς Παρνασούς
     κλητική ! Παρνασέ Παρνασοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Παρνασώ
γεν-δοτ τοῖν  Παρνασοῖν
Το βουνό, στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παρνασός < προελληνική < άγνωστης ετυμολογίας. Έχει προταθεί σύνδεση με κατάληξη τοπωνυμίων -sso, -ssa ανατολικής προέλευσης (όπως λουβική) και με τη ρίζα parna- (σπίτι, στη χεττιτικά και λουβικά). Κατ' άλλη άποψη, το αρχικό τοπωνύμιο ήταν *Λαρνασσός με ασιατικό πρόθημα *la-. [1]

Κύριο όνομα

Παρνασός αρσενικό

  1. (βουνό) ο Παρνασσός, το βουνό του Απόλλωνα και την Μουσών
  2. ανδρικό όνομα

  • ιωνικός τύπος Παρνησός

Συγγενικά

Αναφορές

  1. «Παρνασσός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

για το όνομα:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.