Κέρκυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κέρκυρα
      γενική της Κέρκυρας
    αιτιατική την Κέρκυρα
     κλητική Κέρκυρα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κέρκυρα < αρχαία ελληνική Κέρκυρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈceɾ.ci.ɾa/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κέρκυρα

Κύριο όνομα

Κέρκυρα θηλυκό

Συγγενικά

Σημειώσεις

Ονομασίες της Κέρκυρας [1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κέρκυρ
      γενική τῆς Κερκύρᾱς
      δοτική τῇ Κερκύρ
    αιτιατική τὴν Κέρκυρᾰν
     κλητική ! Κέρκυρ
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


ζητούμενο λήμμα

  • άλλες μορφές: Κόρκυρα


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.