Κορφοί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Κορφοί
      γενική των Κορφών
    αιτιατική τους Κορφούς
     κλητική Κορφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κορφοί < μεσαιωνική ελληνική Κορυφοί[1] < Κορυφώ[2] < αρχαία ελληνική κορυφή

Προφορά

ΔΦΑ : /korˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κορφοί

Κύριο όνομα

Κορφοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Κορφιάτης -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Κέρκυρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.