κερκυραίικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κερκυραίικος | η | κερκυραίικη | το | κερκυραίικο |
| γενική | του | κερκυραίικου | της | κερκυραίικης | του | κερκυραίικου |
| αιτιατική | τον | κερκυραίικο | την | κερκυραίικη | το | κερκυραίικο |
| κλητική | κερκυραίικε | κερκυραίικη | κερκυραίικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κερκυραίικοι | οι | κερκυραίικες | τα | κερκυραίικα |
| γενική | των | κερκυραίικων | των | κερκυραίικων | των | κερκυραίικων |
| αιτιατική | τους | κερκυραίικους | τις | κερκυραίικες | τα | κερκυραίικα |
| κλητική | κερκυραίικοι | κερκυραίικες | κερκυραίικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κερκυραίικος < αρχαία ελληνικά Kερκυραῖ(ος) + -ικος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceɾ.ciˈɾe.i.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κερ‐κυ‐ραί‐ι‐κος
Μεταφράσεις
κερκυραίικος
|
Αναφορές
- κερκυραίικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.