Κερκύρας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceɾˈci.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κερ‐κύ‐ρας
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Κερκύρας αρσενικό
Σημειώσεις
- Επιβιώνει σε ορισμένους όρους, όπως «βούτυρο (τύπου) Κερκύρας», ως οδωνύμιο («Οδός Κερκύρας») και στο εκκλησιαστικό λεκτικό, όπως λ.χ. «Ιερά Μητρόπολις Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων» και «Καθολική Αρχιεπισκοπή Κερκύρας».
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.