κερκυραϊκά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceɾ.ci.ɾa.iˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κερ‐κυ‐ρα‐ϊ‐κά
Ετυμολογία 1
- κερκυραϊκά < κερκυραϊκός + -ά
Μεταφράσεις
με κερκυραϊκό τρόπο
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κερκυραϊκά | ||
| γενική | των | κερκυραϊκών | ||
| αιτιατική | τα | κερκυραϊκά | ||
| κλητική | κερκυραϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- κερκυραϊκά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κερκυραϊκός στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
κερκυραϊκό ιδίωμα
|
|
Ετυμολογία 3
- κερκυραϊκά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κερκυραϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κερκυραϊκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.