Ελαφηβολιών
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ελαφηβολιών | οι | Ελαφηβολιώνες |
| γενική | του | Ελαφηβολιώνος | των | Ελαφηβολιώνων |
| αιτιατική | τον | Ελαφηβολιώνα | τους | Ελαφηβολιώνες |
| κλητική | Ελαφηβολιών | Ελαφηβολιώνες | ||
| Συνήθως στον ενικό. Δείτε την κλίση για το αρχαίο Ἐλαφηβολιών και τη νεότερη μορφή Ελαφηβολιώνας. | ||||
| Κατηγορία όπως «Αρμαγεδών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ελαφηβολιών < αρχαία ελληνική Ἐλαφηβολιών < ἐλαφηβόλια < ἐλαφηβόλος < ἔλαφος[1] + βάλλω[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.la.fi.vo.liˈon/
Κύριο όνομα
Ελαφηβολιών αρσενικό
- ο ένατος μήνας του αρχαίου Αττικού ημερολογίου, αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη (περίπου 21 Φεβρουαρίου - 23 Μαρτίου)
Μήνες του αττικού ημερολογίου
Μεταφράσεις
Ελαφηβολιών
|
- < αρχαία ελληνική ἔλαφος < πρωτοελληνική *éləpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éln̥bʰos < *h₁el- (ελάφι)
- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷl̥-ne-h₁- < *gʷelH- (βάλλω, χτυπώ, εκσφενδονίζω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.