εκσφενδονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκσφενδονίζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκσφενδονίζω < ελληνιστική κοινή ἐκσφενδον(άω) / ἐκσφενδον(ῶ) + -ίζω[1] < ἐκ + αρχαία ελληνική σφενδονάω / σφενδονῶ < σφενδόνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.sfen.ðoˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐σφεν‐δο‐νί‐ζω
Ρήμα
εκσφενδονίζω, αόρ.: εκσφενδόνισα, παθ.φωνή: εκσφενδονίζομαι, π.αόρ.: εκσφενδονίστηκα, μτχ.π.π.: εκσφενδονισμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκσφενδονίζω | εκσφενδόνιζα | θα εκσφενδονίζω | να εκσφενδονίζω | εκσφενδονίζοντας | |
| β' ενικ. | εκσφενδονίζεις | εκσφενδόνιζες | θα εκσφενδονίζεις | να εκσφενδονίζεις | εκσφενδόνιζε | |
| γ' ενικ. | εκσφενδονίζει | εκσφενδόνιζε | θα εκσφενδονίζει | να εκσφενδονίζει | ||
| α' πληθ. | εκσφενδονίζουμε | εκσφενδονίζαμε | θα εκσφενδονίζουμε | να εκσφενδονίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκσφενδονίζετε | εκσφενδονίζατε | θα εκσφενδονίζετε | να εκσφενδονίζετε | εκσφενδονίζετε | |
| γ' πληθ. | εκσφενδονίζουν(ε) | εκσφενδόνιζαν εκσφενδονίζαν(ε) |
θα εκσφενδονίζουν(ε) | να εκσφενδονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκσφενδόνισα | θα εκσφενδονίσω | να εκσφενδονίσω | εκσφενδονίσει | ||
| β' ενικ. | εκσφενδόνισες | θα εκσφενδονίσεις | να εκσφενδονίσεις | εκσφενδόνισε | ||
| γ' ενικ. | εκσφενδόνισε | θα εκσφενδονίσει | να εκσφενδονίσει | |||
| α' πληθ. | εκσφενδονίσαμε | θα εκσφενδονίσουμε | να εκσφενδονίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκσφενδονίσατε | θα εκσφενδονίσετε | να εκσφενδονίσετε | εκσφενδονίστε | ||
| γ' πληθ. | εκσφενδόνισαν εκσφενδονίσαν(ε) |
θα εκσφενδονίσουν(ε) | να εκσφενδονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκσφενδονίσει | είχα εκσφενδονίσει | θα έχω εκσφενδονίσει | να έχω εκσφενδονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκσφενδονίσει | είχες εκσφενδονίσει | θα έχεις εκσφενδονίσει | να έχεις εκσφενδονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκσφενδονίσει | είχε εκσφενδονίσει | θα έχει εκσφενδονίσει | να έχει εκσφενδονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκσφενδονίσει | είχαμε εκσφενδονίσει | θα έχουμε εκσφενδονίσει | να έχουμε εκσφενδονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκσφενδονίσει | είχατε εκσφενδονίσει | θα έχετε εκσφενδονίσει | να έχετε εκσφενδονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκσφενδονίσει | είχαν εκσφενδονίσει | θα έχουν εκσφενδονίσει | να έχουν εκσφενδονίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκσφενδονίζομαι | εκσφενδονιζόμουν(α) | θα εκσφενδονίζομαι | να εκσφενδονίζομαι | ||
| β' ενικ. | εκσφενδονίζεσαι | εκσφενδονιζόσουν(α) | θα εκσφενδονίζεσαι | να εκσφενδονίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εκσφενδονίζεται | εκσφενδονιζόταν(ε) | θα εκσφενδονίζεται | να εκσφενδονίζεται | ||
| α' πληθ. | εκσφενδονιζόμαστε | εκσφενδονιζόμαστε εκσφενδονιζόμασταν |
θα εκσφενδονιζόμαστε | να εκσφενδονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκσφενδονίζεστε | εκσφενδονιζόσαστε εκσφενδονιζόσασταν |
θα εκσφενδονίζεστε | να εκσφενδονίζεστε | (εκσφενδονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκσφενδονίζονται | εκσφενδονίζονταν εκσφενδονιζόντουσαν |
θα εκσφενδονίζονται | να εκσφενδονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκσφενδονίστηκα | θα εκσφενδονιστώ | να εκσφενδονιστώ | εκσφενδονιστεί | ||
| β' ενικ. | εκσφενδονίστηκες | θα εκσφενδονιστείς | να εκσφενδονιστείς | εκσφενδονίσου | ||
| γ' ενικ. | εκσφενδονίστηκε | θα εκσφενδονιστεί | να εκσφενδονιστεί | |||
| α' πληθ. | εκσφενδονιστήκαμε | θα εκσφενδονιστούμε | να εκσφενδονιστούμε | |||
| β' πληθ. | εκσφενδονιστήκατε | θα εκσφενδονιστείτε | να εκσφενδονιστείτε | εκσφενδονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκσφενδονίστηκαν εκσφενδονιστήκαν(ε) |
θα εκσφενδονιστούν(ε) | να εκσφενδονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκσφενδονιστεί | είχα εκσφενδονιστεί | θα έχω εκσφενδονιστεί | να έχω εκσφενδονιστεί | εκσφενδονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκσφενδονιστεί | είχες εκσφενδονιστεί | θα έχεις εκσφενδονιστεί | να έχεις εκσφενδονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκσφενδονιστεί | είχε εκσφενδονιστεί | θα έχει εκσφενδονιστεί | να έχει εκσφενδονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκσφενδονιστεί | είχαμε εκσφενδονιστεί | θα έχουμε εκσφενδονιστεί | να έχουμε εκσφενδονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκσφενδονιστεί | είχατε εκσφενδονιστεί | θα έχετε εκσφενδονιστεί | να έχετε εκσφενδονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκσφενδονιστεί | είχαν εκσφενδονιστεί | θα έχουν εκσφενδονιστεί | να έχουν εκσφενδονιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκσφενδονισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκσφενδονισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκσφενδονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκσφενδονισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκσφενδονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκσφενδονισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκσφενδονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκσφενδονισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εκσφενδονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.