ένατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένατος η ένατη το ένατο
      γενική του ένατου της ένατης του ένατου
    αιτιατική τον ένατο την ένατη το ένατο
     κλητική ένατε ένατη ένατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένατοι οι ένατες τα ένατα
      γενική των ένατων των ένατων των ένατων
    αιτιατική τους ένατους τις ένατες τα ένατα
     κλητική ένατοι ένατες ένατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Αριθμητικό

ένατος, -η, -ο

  1. (τακτικό) που ακολουθεί τον όγδοο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν εννιά (9)
  2. ο ένας από τους εννιά ίσους όρους ενός συνόλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.