Μουνυχιών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Μουνυχιών | οἱ | Μουνυχιῶνες |
| γενική | τοῦ | Μουνυχιῶνος | τῶν | Μουνυχιώνων |
| δοτική | τῷ | Μουνυχιῶνῐ | τοῖς | Μουνυχιῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Μουνυχιῶνᾰ | τοὺς | Μουνυχιῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | Μουνυχιών | Μουνυχιῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μουνυχιῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μουνυχιώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μουνυχιών < Μουνιχία Άρτεμις (εκεί που υπήρχε ο ναός της Μουνιχίας Αρτέμιδος) < (φυσικός λιμένας του Πειραιά) Λιμένας Μουνιχίας < (μυθικός ήρωας, Βασιλιάς της Αθήνας) Μούνιχος
Κύριο όνομα
Μουνυχιών, -ῶνος αρσενικό
- Μουνυχιώνας, ο δέκατος μήνας του αττικού ημερολογίου, αφιερωμένος στην Μουνιχία Άρτεμη (περίπου Μάρτιος-Απρίλιος)
-
Μουνυχιών στη Βικιπαίδεια

Μήνες του αττικού ημερολογίου
Πηγές
- Μουνυχιών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.