ἔλαφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔλαφος | οἱ/αἱ | ἔλαφοι |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐλάφου | τῶν | ἐλάφων |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐλάφῳ | τοῖς/ταῖς | ἐλάφοις |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔλαφον | τοὺς/τὰς | ἐλάφους |
| κλητική ὦ! | ἔλαφε | ἔλαφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλάφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλάφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἔλαφος ήδη ομηρικό < πρωτοελληνική *éləpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éln̥bʰos < *h₁el- (ελάφι) [1]
Ουσιαστικό
ἔλαφος αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) ελάφι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 180 (179-180)
- ἐκ δὲ καλυψάμενοι παρὰ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο | θηήσαντ᾽ ἔλαφον· μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν.
- ξέσκεποι τώρα, στο περιγιάλι της ατρύγητης θαλάσσης, | το ελάφι θαύμαζαν, τόσο μεγάλο αγρίμι που ήταν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐκ δὲ καλυψάμενοι παρὰ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο | θηήσαντ᾽ ἔλαφον· μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν.
- 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 133 (130-133)
- βῆ δ᾽ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, ἀλκὶ πεποιθώς, | ὅς τ᾽ εἶσ᾽ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε | δαίεται· αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν | ἠὲ μετ᾽ ἀγροτέρας ἐλάφους·
- Και κίνησε σαν το περήφανο λιοντάρι που περιφέρεται στα όρη, | το δέρνει ο άνεμος και το μουσκεύει η μπόρα, | εκείνο όμως με τα μάτια φλογισμένα προχωρεί | ψάχνοντας για γελάδια, αρνιά κι ελάφια ανήμερα,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- βῆ δ᾽ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, ἀλκὶ πεποιθώς, | ὅς τ᾽ εἶσ᾽ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε | δαίεται· αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν | ἠὲ μετ᾽ ἀγροτέρας ἐλάφους·
- 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 180 (179-180)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 192.2
- ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύῃ πάμπαν οὐκ ἔστι.
- ελάφια κι αγριογούρουνα δε βρίσκεις πουθενά στη Λιβύη.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύῃ πάμπαν οὐκ ἔστι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- (συνεκδοχικά) δειλός
- δέρμα ελαφιού
- ομοίωμα ελαφιού ως μέτρο βάρους
- (ελληνιστική σημασία , γαστρονομία) είδος γλυκού ή πίτας
- ὥλαφος (κράση)
Συγγενικά
- ἐλαφαβολία
- ἐλαφαβόλος
- ἐλάφειος
- ἐλαφῆ
- ἐλαφή
- ἐλαφηβολία
- Ἐλαφηβόλια
- ἐλαφηβόλια
- Ἐλαφηβολιών
- ἐλαφηβόλος
- ἐλαφίαι
- Ἐλαφιαία
- ἐλαφικόν
- ἐλαφίνης
- ἐλάφινος
- ἐλάφιον
- Ἐλάφιον
- ἐλάφιος
- Ἐλάφιος
- ἐλαφίς
- ἐλαφοβολία
- ἐλαφοβόλος
- ἐλαφοβόσκον
- ἐλαφόβοσκον
- ἐλαφογενής
- ἐλαφοειδής
- ἐλαφοκέρατα
- ἐλαφοκερατίτης
- ἐλαφόκρανος
- ἐλαφοκτόνος
- Ἐλαφονήσιος
- Ἐλαφόνησος
- Ἐλαφόννησος
- ἐλαφόπους
- Ἔλαφος
- ἐλαφόσκορδον
- ἐλαφοσκόροδον
- ἐλαφοσσοΐα
- ἐλαφοσσοία
- ἐλαφοσσοΐη
- ἐλαφόστικτος
- Ἐλαφόστικτος
- ἐλαφώδης
- Ἐλαφώεις
- ἐλαφῶεν ὄρος
- ἱππέλαφος
- ἱπποτραγέλαφος
- ὀνέλαφος
- στραβέλαφος
- ταυρέλαφος
- τραγέλαφος
- χοιρέλαφος
Αναφορές
- ελάφι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἔλαφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔλαφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.