Ἐλαφηβολιών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐλαφηβολιών οἱ Ἐλαφηβολιῶνες
      γενική τοῦ Ἐλαφηβολιῶνος τῶν Ἐλαφηβολιώνων
      δοτική τῷ Ἐλαφηβολιῶν τοῖς Ἐλαφηβολιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἐλαφηβολιῶν τοὺς Ἐλαφηβολιῶνᾰς
     κλητική ! Ἐλαφηβολιών Ἐλαφηβολιῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐλαφηβολιῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἐλαφηβολιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἐλαφηβολιών < Ἐλαφηβόλια < ἐλαφηβόλ(ος) +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   <  δείτε τις λέξεις ἔλαφος και βάλλω

Κύριο όνομα

Ἐλαφηβολιών, -ῶνος αρσενικό

Μήνες του αττικού ημερολογίου

Αναφορές

    Πηγές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.