Δούναβης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δούναβης οι Δουνάβεις
      γενική του Δούναβη
& Δουνάβεως
των Δουνάβεων
    αιτιατική τον Δούναβη τους Δουνάβεις
     κλητική Δούναβη Δουνάβεις
Συνήθως στον ενικό.
όπως «ιδιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
O Δούναβης στο χάρτη της Ευρώπης.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðu.na.vis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δούναβης

Ετυμολογία 1

Δούναβης < σλαβικής προέλευσης Dunav[1] < λατινική Danubius < πρωτοκελτική *Dānowyos < *Dānu[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déh₂nu (ποτάμια θεά) < *dʰenh₂- (ρέω)

Κύριο όνομα

Δούναβης αρσενικό

  • ο 2ος μακρύτερος ευρωπαϊκός ποταμός μετά τον Βόλγα. Ιστορικός υδάτινος δρόμος, σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πηγάζει από το Μέλανα Δρυμό και καταλήγει στον Εύξεινο Πόντο. διατρέχοντας 10 χώρες, πολλές πόλεις. Ο μοναδικός ποταμός που διατρέχει 4 πρωτεύουσες (Βιέννη, Βουδαπέστη, Μπρατισλάβα, Βελιγράδι)
    Ο «Γαλάζιος Δούναβης», το γνωστότερο βαλς του Γιόχαν Στράους του υιού, έχει πλήρη τίτλο «Στον όμορφο, γαλάζιο Δούναβη» (An der schönen, blauen Donau)

  • Δανούβιος (καθαρεύουσα)
  • Δάννουβις (μεσαιωνικά ελληνικά)
  • Ίστρος (αρχαία ονομασία Ἴστρος)
  • Danubius, Danuvius (λατινικά)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Δούναβης < λείπει η ετυμολογία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δούναβης οι Δουναβαίοι
      γενική του Δούναβη των Δουναβαίων
    αιτιατική τον Δούναβη τους Δουναβαίους
     κλητική Δούναβη Δουναβαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπότσαρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Δούναβης αρσενικό (θηλυκό Δούναβη)

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. «Το ένα από τα τρία εθνικά ονόματα που χρησιμοποιούνται στα ομηρικά έπη για το σύνολο των Ελλήνων, Δαναοί, καθώς και τα ονόματα μυθικών προσώπων Δαναὸς και Δανάη, προσώπων που συνδέονται με το υγρό στοιχείο, βρίσκουν ισοδύναμα στο εθνικό όνομα Danawo, που η Αβέστα αποδίδει σε έναν εχθρικό προς τους Ιρανούς λαό, και στα θεωνύμια Danu και Danawa, που σημαίνουν στις Βέδες, αντιστοίχως, μια θεά και τους γιους της. Ένας από αυτούς τους τελευταίους, ο Ṿrtra, σχετίζεται με τα κοσμικά ύδατα από τα οποία θα καταγόταν ο κόσμος. Από την άλλη, η λέξη danu σημαίνει στην ινδοϊρανική ή άρια ‘ρευστότητα, υγρασία, σταγόνες νερού, υδάτινο ρεύμα, ποταμός’ και η ρίζα dan- / tan- βρίσκεται στα ονόματα των ποταμών Δάνουβις /Δανούβιος / Danubius, Danastris / Dnjestr, Danapris / Dnjepr, Τάναϊς / Don, που εκβάλλουν στον Εύξεινο Πόντο. Αυτή η τάξη δεδομένων συνδέει λοιπόν τους Έλληνες με τους Ινδοϊρανούς ή Αρίους». Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Ελληνικά έθνη κατά την εποχή του χαλκού (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018, ISBN 9789605244989), σ. 40.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.