Βουδαπέστη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βουδαπέστη | ||
| γενική | της | Βουδαπέστης | ||
| αιτιατική | τη | Βουδαπέστη | ||
| κλητική | Βουδαπέστη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(14995308504).jpg.webp)
Άποψη της Βουδαπέστης.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.ðaˈpe.sti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐δα‐πέ‐στη
Μεταφράσεις
Βουδαπέστη
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.