Δαναός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Δαναός | οι | Δαναοί |
| γενική | του | Δαναού | των | Δαναών |
| αιτιατική | τον | Δαναό | τους | Δαναούς |
| κλητική | Δαναέ | Δαναοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δαναός < αρχαία ελληνική Δαναός
Κύριο όνομα
Δαναός αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο γενάρχης των Δαναών
- ※ Το ένα από τα τρία εθνικά ονόματα που χρησιμοποιούνται στα ομηρικά έπη για το σύνολο των Ελλήνων, Δαναοί, καθώς και τα ονόματα μυθικών προσώπων Δαναὸς και Δανάη, προσώπων που συνδέονται με το υγρό στοιχείο, βρίσκουν ισοδύναμα στο εθνικό όνομα Danawo, που η Αβέστα αποδίδει σε έναν εχθρικό προς τους Ιρανούς λαό, και στα θεωνύμια Danu και Danawa, που σημαίνουν στις Βέδες, αντιστοίχως, μια θεά και τους γιους της. (…) Από την άλλη, η λέξη danu σημαίνει στην ινδοϊρανική ή άρια ‘ρευστότητα, υγρασία, σταγόνες νερού, υδάτινο ρεύμα, ποταμός’ και η ρίζα dan-/ tan- βρίσκεται στα ονόματα των ποταμών Δάνουβις/Δανούβιος/Danubius, Danastris/Dnjestr, Danapris/Dnjepr, Τάναϊς/Don, που εκβάλλουν στον Εύξεινο Πόντο. Αυτή η τάξη δεδομένων συνδέει λοιπόν τους Έλληνες με τους Ινδοϊρανούς ή Αρίους.[1]
-
Δαναός στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Ελληνικά έθνη κατά την εποχή του χαλκού, μετάφραση Νατάσα Παπαδοπούλου, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2018, ISBN 978-960-524-498-9, σελ. 40
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Δαναός | οἱ | Δαναοί |
| γενική | τοῦ | Δαναοῦ | τῶν | Δαναῶν |
| δοτική | τῷ | Δαναῷ | τοῖς | Δαναοῖς |
| αιτιατική | τὸν | Δαναόν | τοὺς | Δαναούς |
| κλητική ὦ! | Δαναέ | Δαναοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δαναώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Δαναοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δαναός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déh₂nu (ποτάμια θεότητα) [1] / *dʰenh₂- (κινώ, ρέω) (Ο Beekes[2] ισχυρίζεται ότι η λέξη έχει προελληνική καταγωγή.)
Αναφορές
- Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Ελληνικά έθνη κατά την εποχή του χαλκού, μετάφραση Νατάσα Παπαδοπούλου, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2018, ISBN 978-960-524-498-9, σελ. 40
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.