Δνείστερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Δνείστερος
      γενική του Δνείστερου
    αιτιατική τον Δνείστερο
     κλητική Δνείστερε
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δνείστερος < ρωσική Дністер (Dnestr) / Днѣстръ (Dněstr) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰenh₂- (ρέω)

Κύριο όνομα

Δνείστερος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.