Δούναβη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðu.na.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δού‐να‐βη
Ετυμολογία 1
- Δούναβη < γενική ενικού του αρσενικού επωνύμου Δούναβης
Ετυμολογία 2
- Δούναβη : κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.