παραδουνάβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραδουνάβιος | η | παραδουνάβια | το | παραδουνάβιο |
| γενική | του | παραδουνάβιου | της | παραδουνάβιας | του | παραδουνάβιου |
| αιτιατική | τον | παραδουνάβιο | την | παραδουνάβια | το | παραδουνάβιο |
| κλητική | παραδουνάβιε | παραδουνάβια | παραδουνάβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραδουνάβιοι | οι | παραδουνάβιες | τα | παραδουνάβια |
| γενική | των | παραδουνάβιων | των | παραδουνάβιων | των | παραδουνάβιων |
| αιτιατική | τους | παραδουνάβιους | τις | παραδουνάβιες | τα | παραδουνάβια |
| κλητική | παραδουνάβιοι | παραδουνάβιες | παραδουνάβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Δούναβης
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
παραδουνάβιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.