stick
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| stick | sticks |
stick (en)
- ράβδος, βέργα
- μπαστούνι, βακτηρία
- κόλλα
- ξυλιά
- (ιδιωματισμός) ιστιοσανίδα
- (ιδιωματισμός) τσιγαριλίκι
Παράγωγα
Ρήμα
| ενεστώτας | stick |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | sticks |
| αόριστος | stuck |
| παθητική μετοχή | stuck |
| ενεργητική μετοχή | sticking |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
stick (en)
- (μεταβατικό) κολλάω
- (αμετάβατο) κολλάω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χώνω, σπρώχνω ένα αιχμηρό αντικείμενο σε κάτι
- ↪ He stuck pins in my chair.
- Έχωσε καρφίτσες στην καρέκλα μου.
- ↪ The needle was stuck in my finger.
- Το βελόνι μου χώθηκε στο δάχτυλο.
- ↪ I found a nail stuck in the tire.
- Βρήκα ένα καρφί χωμένο στο λάστιχο.
- ↪ He stuck pins in my chair.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) περνάω, βάζω, χώνω
- δένω
- μπήγω
- σπρώχνω
Σύνθετα
- stick around (περιτριγυρίζω)
- stick at (επιμένω)
- stick for (υπερασπίζω)
- stick in/into (μπήγω)
- stick it out
- stick on (επικολλώ)
- stick out (προεξέχω)
- stick together (εκφράζω την αλληλεγγύη μου)
- stick up (ληστεύω)
- stick up for
Συγγενικά
Πηγές
- stick (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- stick (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460, 692-695, 982. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ, περνώ, χώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.