μπήγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπήγω < μεσαιωνική ελληνική μπήγω < αρχαία ελληνική ἐμπήγνυμι

Ρήμα

μπήγω (παθητική φωνή: μπήγομαι)

  1. βάζω κάτι μακρύ και μυτερό μέσα σε άλλο ασκώντας πίεση
  2. (οικείο) (σε εκφράσεις, συνοδευόμενο από: τα γέλια / τα κλάματα / τις φωνές / τις κραυγές κλπ.) αρχίζω και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, βάζω (μεταφορικά), πατάω (μεταφορικά)

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.