ληστεύω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ληστεύω
<
αρχαία ελληνική
ληστεύω
Ρήμα
ληστεύω
αφαιρώ
από κάποιον παράνομα και με τη
βία
χρήματα ή άλλα αγαθά, συχνά με χρήση ή υπό την απειλή χρήσης
όπλων
Μεταφράσεις
ληστεύω
αγγλικά
:
rob
(en)
γαλλικά
:
dévaliser
(fr)
ισπανικά
:
robar
(es)
ιταλικά
:
rapinare
(it)
πορτογαλικά
:
roubar
(pt)
ρουμανικά
:
jefui
(ro)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.