βέργα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βέργα | οι | βέργες |
| γενική | της | βέργας | των | βεργών |
| αιτιατική | τη | βέργα | τις | βέργες |
| κλητική | βέργα | βέργες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βέργα < μεσαιωνική ελληνική βέργα < λατινική virga
Ουσιαστικό
βέργα θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.