βέργα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βέργα οι βέργες
      γενική της βέργας των βεργών
    αιτιατική τη βέργα τις βέργες
     κλητική βέργα βέργες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βέργα < μεσαιωνική ελληνική βέργα < λατινική virga

Ουσιαστικό

βέργα θηλυκό

  1. κομμένο λεπτό κλαδί χωρίς φύλλα
    πάρε μια βέργα λυγαριά μια ρίζα δεντρολίβανο ("Σε πότισα ροδόσταμο", τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη σε στίχους Ν. Γκάτσου)
    • ένα τέτοιο κλαδί βεργιδαρσίας ως όργανο σωματικής τιμωρίας
       συνώνυμα: βίτσα
  2. σχετικά μακρύ και μικρής διατομής κομμάτι ξύλου, μετάλλου ή άλλου υλικού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.