αλληλεγγύη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλεγγύη οι αλληλεγγύες
      γενική της αλληλεγγύης των αλληλεγγυών
    αιτιατική την αλληλεγγύη τις αλληλεγγύες
     κλητική αλληλεγγύη αλληλεγγύες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλεγγύη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλληλεγγύη[1] < ἀλληλ- + ἐγγύη

Προφορά

ΔΦΑ : /a.li.leŋˈɟi.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλληλεγγύη

Ουσιαστικό

αλληλεγγύη θηλυκό

  1. η αλληλοβοήθεια και το αίσθημα ενότητας μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα και στόχους.
  2. η συμπαράσταση σε δοκιμαζόμενους συνανθρώπους

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.