υπερασπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερασπίζω < (ελληνιστική κοινή) ὑπερασπίζω < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ἀσπίς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερασπίζω | υπεράσπιζα | θα υπερασπίζω | να υπερασπίζω | υπερασπίζοντας | |
| β' ενικ. | υπερασπίζεις | υπεράσπιζες | θα υπερασπίζεις | να υπερασπίζεις | υπεράσπιζε | |
| γ' ενικ. | υπερασπίζει | υπεράσπιζε | θα υπερασπίζει | να υπερασπίζει | ||
| α' πληθ. | υπερασπίζουμε | υπερασπίζαμε | θα υπερασπίζουμε | να υπερασπίζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερασπίζετε | υπερασπίζατε | θα υπερασπίζετε | να υπερασπίζετε | υπερασπίζετε | |
| γ' πληθ. | υπερασπίζουν(ε) | υπεράσπιζαν υπερασπίζαν(ε) |
θα υπερασπίζουν(ε) | να υπερασπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπεράσπισα | θα υπερασπίσω | να υπερασπίσω | υπερασπίσει | ||
| β' ενικ. | υπεράσπισες | θα υπερασπίσεις | να υπερασπίσεις | υπεράσπισε | ||
| γ' ενικ. | υπεράσπισε | θα υπερασπίσει | να υπερασπίσει | |||
| α' πληθ. | υπερασπίσαμε | θα υπερασπίσουμε | να υπερασπίσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερασπίσατε | θα υπερασπίσετε | να υπερασπίσετε | υπερασπίστε | ||
| γ' πληθ. | υπεράσπισαν υπερασπίσαν(ε) |
θα υπερασπίσουν(ε) | να υπερασπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερασπίσει | είχα υπερασπίσει | θα έχω υπερασπίσει | να έχω υπερασπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερασπίσει | είχες υπερασπίσει | θα έχεις υπερασπίσει | να έχεις υπερασπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερασπίσει | είχε υπερασπίσει | θα έχει υπερασπίσει | να έχει υπερασπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερασπίσει | είχαμε υπερασπίσει | θα έχουμε υπερασπίσει | να έχουμε υπερασπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερασπίσει | είχατε υπερασπίσει | θα έχετε υπερασπίσει | να έχετε υπερασπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερασπίσει | είχαν υπερασπίσει | θα έχουν υπερασπίσει | να έχουν υπερασπίσει |
| |
Μεταφράσεις
υπερασπίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.