επικολλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
επικολλώ (παθητική φωνή: επικολλώμαι, επικολλούμαι)
Παράγωγα
- επικόλλημα
- επικολλημένος
- επικόλληση
- επικολλητικός
- χαρτεπικόλληση
- → δείτε τις λέξεις επί και κολλώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικολλάω - επικολλώ | επικολλούσα | θα επικολλάω - επικολλώ | να επικολλάω - επικολλώ | επικολλώντας | |
| β' ενικ. | επικολλάς | επικολλούσες | θα επικολλάς | να επικολλάς | επικόλλα - επικόλλαγε | |
| γ' ενικ. | επικολλάει - επικολλά | επικολλούσε | θα επικολλάει - επικολλά | να επικολλάει - επικολλά | ||
| α' πληθ. | επικολλάμε - επικολλούμε | επικολλούσαμε | θα επικολλάμε - επικολλούμε | να επικολλάμε - επικολλούμε | ||
| β' πληθ. | επικολλάτε | επικολλούσατε | θα επικολλάτε | να επικολλάτε | επικολλάτε | |
| γ' πληθ. | επικολλάν(ε) - επικολλούν(ε) | επικολλούσαν(ε) | θα επικολλάν(ε) - επικολλούν(ε) | να επικολλάν(ε) - επικολλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικόλλησα | θα επικολλήσω | να επικολλήσω | επικολλήσει | ||
| β' ενικ. | επικόλλησες | θα επικολλήσεις | να επικολλήσεις | επικόλλα - επικόλλησε | ||
| γ' ενικ. | επικόλλησε | θα επικολλήσει | να επικολλήσει | |||
| α' πληθ. | επικολλήσαμε | θα επικολλήσουμε | να επικολλήσουμε | |||
| β' πληθ. | επικολλήσατε | θα επικολλήσετε | να επικολλήσετε | επικολλήστε | ||
| γ' πληθ. | επικόλλησαν επικολλήσαν(ε) |
θα επικολλήσουν(ε) | να επικολλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επικολλήσει | είχα επικολλήσει | θα έχω επικολλήσει | να έχω επικολλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επικολλήσει | είχες επικολλήσει | θα έχεις επικολλήσει | να έχεις επικολλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επικολλήσει | είχε επικολλήσει | θα έχει επικολλήσει | να έχει επικολλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικολλήσει | είχαμε επικολλήσει | θα έχουμε επικολλήσει | να έχουμε επικολλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επικολλήσει | είχατε επικολλήσει | θα έχετε επικολλήσει | να έχετε επικολλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επικολλήσει | είχαν επικολλήσει | θα έχουν επικολλήσει | να έχουν επικολλήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.