επικολλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επικολλώ < επι- + κολλώ

Ρήμα

επικολλώ (παθητική φωνή: επικολλώμαι, επικολλούμαι)

  1. κολλάω κάτι επίπεδο πάνω σε κάποια επιφάνεια
  2. (πληροφορική) βάζω τα δεδομένα που υπάρχουν στο πρόχειρο μέσα στο τρέχον αντικείμενο ή πρόγραμμα

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.