pad

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /pæd/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pad pads

pad (en)

  1. μπλοκ, σημειωματάριο
  2. βάτα
  3. τακάκι φρένων (brake pad)
  4. πλήρωση[1]
  5. πατάκι ποντικιού ( δείτε τον όρο mouse pad)[1]
  6. (ηλεκτρονική) πέλμα[1], σημείο για επαφή ή κώλυση ηλεκτρικών καλωδίων (contact pad)

Ρήμα

pad (en)

Υπώνυμα

  • pad στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. από αναζήτηση «pad» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.



Σερβοκροατικά (sh)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική pad padovi
γενική pada padóvā
δοτική padu padovima
αιτιατική pad padove
κλητική pade padovi
τοπική padu padovima
οργανική padom padovima

Ετυμολογία

pad < πρωτοσλαβική γλώσσα *pasti < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ped-, *pod- (Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) πέδον, πούς κ.ά.)

Προφορά

ΔΦΑ : /pâːd/

Ουσιαστικό

pȃd αρσενικό (κυριλλική γραφή: па̑д)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.