σημειωματάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σημειωματάριο | τα | σημειωματάρια |
| γενική | του | σημειωματάριου | των | σημειωματάριων |
| αιτιατική | το | σημειωματάριο | τα | σημειωματάρια |
| κλητική | σημειωματάριο | σημειωματάρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σημειωματάριο < (καθαρεύουσα) σημειωματάριον, σημειωματ- (σημείωμα) + -άριο [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.mi.o.maˈta.ɾi.o/
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σημειωματάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.