τακάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τακάκι τα τακάκια
      γενική
    αιτιατική το τακάκι τα τακάκια
     κλητική τακάκι τακάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τακάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τακάκι ουδέτερο

  1. τακάκι των φρένων· μικρό αναλώσιμο κομμάτι τριβής των φρένων
    αναλώσιμο υλικό τριβής των δισκόφρενων
  2. ο μικρός τάκος


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.