touchpad
Αγγλικά (en)

Touchpad σε laptop
Ουσιαστικό
touchpad (en)
- (τεχνολογία) συσκευή κατάδειξης (pointing device), μικρή επίπεδη επιφάνεια ευαίσθητη στην αφή, ώστε με την κίνηση των δαχτύλων πάνω της να μετακινεί αντίστοιχα και τον δρομέα (cursor) στην οθόνη του υπολογιστή. Αντικαθιστά το ποντίκι (mouse) στους φορητούς υπολογιστές (laptops)
Συνώνυμα
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.