mouse pad
Αγγλικά (en)

Ένα mouse pad με «βελούδινη» επιφάνεια ώστε να διευκολύνεται η κύλιση του ποντικιού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaʊs.pæd/
- ⓘ
- ⓘ
Πολυλεκτικός όρος
mouse pad (en)
- το πατάκι ποντικιού, το ταπίδιο ποντικιού[1], αντιολισθητικό πατάκι που διευκολύνει την κύλιση του ποντικιού (mouse) των ηλεκτρονικών υπολογιστών
Υπερώνυμα
Αναφορές
- «ταπίδιο ποντικιού» από αναζήτηση «mouse pad» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.