conserve
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| conserve | conserves |
Ετυμολογία
- conserve < παλαιά γαλλική conserver < λατινική conservare (διατηρώ). (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]
Προφορά
Ουσιαστικό
conserve (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (επίσημο) η μαρμελάδα ή το παχύρρευστο σιρόπι από φρούτα
Ρήμα
| ενεστώτας | conserve |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | conserves |
| αόριστος | conserved |
| παθητική μετοχή | conserved |
| ενεργητική μετοχή | conserving |
conserve (en)
- (μεταβατικό)
- (φυσική, χημεία, αμετάβατο) το να παραμένω αμετάβλητος κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας
Συγγενικά
- conservation
- conservationist
- conservative
- conservatory
Αναφορές
- conserve - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
- conserve - Cambridge Dictionary online
- conserve - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| conserve | conserves |
Ετυμολογία
- conserve < πορτογαλική conservar (συντηρώ, διατηρώ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.