σιρόπι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σιρόπι | τα | σιρόπια |
| γενική | του | σιροπιού | των | σιροπιών |
| αιτιατική | το | σιρόπι | τα | σιρόπια |
| κλητική | σιρόπι | σιρόπια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τηγανίτες με σιρόπι

αγγλικό σιρόπι για τον βήχα (1925)
Ετυμολογία
- σιρόπι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιρόπιον < ιταλική sciroppi, πληθυντικός αριθμός του sciroppo < μεσαιωνική λατινική siruppus / syrupus < αραβική شراب (šarāb, ποτό) < شرب (šáriba, πίνω)
Ουσιαστικό
σιρόπι ουδέτερο
Συγγενικά
-
σιρόπι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.