safeguard
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
safeguard (en)
- δικλείδα ασφαλείας, προληπτικό μέτρο, άμυνα, για καλό και για κακό
- διασφάλιση
Ρήμα
| ενεστώτας | safeguard |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | safeguards |
| αόριστος | safeguarded |
| παθητική μετοχή | safeguarded |
| ενεργητική μετοχή | safeguarding |
safeguard (en)
- προστατεύω, κρατώ κάποιον ασφαλή, συνοδεύω για λόγους ασφαλείας
- She kept a savings to safeguard against debt and emergencies.
- διασφαλίζω, εξασφαλίζω
- ※ You should always create a full backup to safeguard your files
- Πρέπει πάντα να δημιουργείτε ένα πλήρες αντίγραφο ασφαλείας για να εξασφαλίσετε τα αρχεία σας (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ You should always create a full backup to safeguard your files
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.