guard

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

guard (en)

  1. ο φρουρός, ο φύλακας
  2. η φρουρά
  3. μέρος, τμήμα μηχανισμού που αποτρέπει την πρόσβαση σε επικίνδυνα σημεία του
  4. παίκτης του μπάσκετ που είναι κοντός και γι' αυτό παίζει σε συγκεκριμένες θέσεις
  5. παίκτης του αμερικανικού ποδόσφαιρου σε επιθετική θέση (ΗΠΑ)
  6. ο σιδηροδρομικός υπάλληλος που κάθεται συνήθως στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας

Πολυλεκτικοί όροι

Σύνθετα

Συγγενικά

  • guardian φύλακας, κηδεμόνας

Ρήμα

guard (en)

  1. φρουρώ, φυλάσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.