μόντεμ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmo.dem/
Ουσιαστικό
μόντεμ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, πληροφορική) ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την επικοινωνία ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω τηλεφωνικών γραμμών, μετατρέποντας το ψηφιακό σήμα του υπολογιστή σε αναλογικό τηλεφωνικό σήμα και αντίστροφα
Συνώνυμα
-
μόντεμ στη Βικιπαίδεια

- ήχος παλαιού μόντεμ:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.