calf
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
calf
calves
Ουσιαστικό
calf
(en)
(
θηλαστικό ζώο
)
μοσχάρι
(
θηλαστικό ζώο
)
το μικρό του
βουβάλου
, του
ελέφαντα
, της
φώκιας
, της
φάλαινας
και άλλων ζώων
η
γάμπα
(το πίσω μέρος)
ο μυς της
γάμπας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.