calf

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
calf calves

Ουσιαστικό

calf (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) μοσχάρι
  2. (θηλαστικό ζώο) το μικρό του βουβάλου, του ελέφαντα, της φώκιας, της φάλαινας και άλλων ζώων
  3. η γάμπα (το πίσω μέρος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.