πυξάρι
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πυξάρι | τα | πυξάρια |
| γενική | του | πυξαριού | των | πυξαριών |
| αιτιατική | το | πυξάρι | τα | πυξάρια |
| κλητική | πυξάρι | πυξάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυξάρι < μεσαιωνική ελληνική πυξάρι < (ελληνιστική κοινή) *πυξάριον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική πύξος
Ουσιαστικό
πυξάρι ουδέτερο
- (φυτό) αειθαλής καλλωπιστικός θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Buxus sempervirens) με μικρά κίτρινα άνθη και σκουροπράσινα ωοειδή φύλλα
Μεταφράσεις
πυξάρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.