κιβώτιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κιβώτιο | τα | κιβώτια |
| γενική | του | κιβωτίου & κιβώτιου |
των | κιβωτίων |
| αιτιατική | το | κιβώτιο | τα | κιβώτια |
| κλητική | κιβώτιο | κιβώτια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιβώτιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιβώτιον < υποκοριστικό του κιβωτός
- (τεχνολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική boîte[1]
Ουσιαστικό
κιβώτιο ουδέτερο
- κουτί από σκληρό χαρτόνι, ξύλο ή άλλο υλικό για τη συσκευασία εμπορευμάτων
- (τεχνολογία) κουτί όπου συνδέονται τα καλώδια ηλεκτρικής εγκατάστασης
Σύνθετα
- εγκιβωτισμός
- εμπορευματοκιβώτιο
- κιβωτιόσχημος
- χαρτοκιβώτιο
- χρηματοκιβώτιο
- εσχαροκιβώτιο
Αναφορές
- κιβώτιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
