-nôme

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

-nôme < πιθανότερη εκδοχή < λατινική nomen, όπως η αρχαία ελληνική ὄνυμα (όνομα). Ή με τη σημασία για την αρχαία ελληνική νόμος, νομός (=μέρος)[1] < νέμω (όπως στην ετυμολογία του -nome) για τους μαθηματικούς όρους του Ευκλείδη, όπως μεταφράστηκαν στα λατινικά [2]

Επίθημα

-nôme (fr)

  • δεύτερο συνθετικό -ώνυμο που δηλώνει τη σημασία όρος, όπως ορίζεται από το πρώτο συνθετικό, σε όρους των μαθηματικών
    binôme, trinôme

Σύνθετα

  • Γαλλικές λέξεις με επίθημα -nôme στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. με τη σημασία «νόμος» στο διώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. binôme - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.