διώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διώνυμο τα διώνυμα
      γενική του διώνυμου
& διωνύμου
των διώνυμων
& διωνύμων
    αιτιατική το διώνυμο τα διώνυμα
     κλητική διώνυμο διώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διώνυμο < (δις) δι- + -ώνυμο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική binôme < υστερολατινική binomium < bi(s) + αβέβαιο αν από το λατινικό nomen (όνομα) ή το αρχαίο ελληνικό νόμος[1][2] Κατά το διώνυμο, και τα τριώνυμο, πολυώνυμο, κ.λπ.

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈo.ni.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διώνυμο

Ουσιαστικό

διώνυμο ουδέτερο

  1. (μαθηματικά) το αλγεβρικό άθροισμα δύο μονωνύμων
  2. η διωνυμία

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. διώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. λήμμα «μονώνυμο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.