προσωπωνύμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσωπωνύμιο τα προσωπωνύμια
      γενική του προσωπωνύμιου
& προσωπωνυμίου
των προσωπωνύμιων
& προσωπωνυμίων
    αιτιατική το προσωπωνύμιο τα προσωπωνύμια
     κλητική προσωπωνύμιο προσωπωνύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωπωνύμιο < πρόσωπο + -ωνύμιο

Ουσιαστικό

προσωπωνύμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.